περιποιητικός

περιποιητικός
η и ιά, ό[ν]
1) заботливый, внимательный; 2) предупредительный, любезный; 3) гостеприимный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περιποιητικός" в других словарях:

  • περιποιητικός, -ή — και ιά, ό ο πρόθυμος για φροντίδα, ο εξυπηρετικός, ο ευγενής: Οι απλοί άνθρωποι του χωριού είναι πολύ περιποιητικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιποιητικός — able to procure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικός — ή και ιά, ό / περιποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που είναι πρόθυμος και ικανός να παρέχει περιποιήσεις μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιποιητικόν προστασία μσν. αρχ. αυτός που μπορεί να παρέχει ή να προξενεί κάτι («ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • περιποιητικά — περιποιητικός able to procure neut nom/voc/acc pl περιποιητικά̱ , περιποιητικός able to procure fem nom/voc/acc dual περιποιητικά̱ , περιποιητικός able to procure fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικῶν — περιποιητικός able to procure fem gen pl περιποιητικός able to procure masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικόν — περιποιητικός able to procure masc acc sg περιποιητικός able to procure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικαί — περιποιητικός able to procure fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικοί — περιποιητικός able to procure masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικοῦ — περιποιητικός able to procure masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητικούς — περιποιητικός able to procure masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιποιητική — περιποιητικός able to procure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»